- ξεφορμάρομαι
- ξεφορμάρομαι, ξεφορμαρίστηκα, ξεφορμαρισμένος βλ. πίν. 54
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
ξεφορμάρω — 1. βγάζω κάτι από τη φόρμα του, από το καλούπι του 2. αλλάζω το κανονικό σχήμα ενός αντικειμένου, την αρχική μορφή του, προσδίδω σε κάτι άλλη μορφή, τό κάνω να χάσει τη φόρμα του 3. μέσ. ξεφορμάρομαι παύω να είμαι φορμαρισμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. <… … Dictionary of Greek